θεόπληκτος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ον,
A stricken of God, Hsch. (in Dor. form -πλακτος).
Greek (Liddell-Scott)
θεόπληκτος: -ον, ὑπὸ τοῦ θεοῦ πληχθείς, κτυπηθείς, θεοβλαβής, Ἠσύχ. ἐν τῷ Δωρ. τύπω -πλακτος.