μεστόω

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A fill full of, c. gen. rei, ὀργῆς μ. τινά S.Ant.280:—Pass., to be filled or full of, κτύπου Id.El.713, cf. Ant.420; of persons, παρρησίας μεστοῦσθαι καὶ ἐλευθερίας Pl.Lg.649b; ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας ib.713c: abs., Procop.Arc.13; and in medic. sense, ἀγγεῖα μεμεστωμένα Gal. 1.394, cf. 8.932.

German (Pape)

[Seite 141] vollmachen, anfüllen, erfüllen; ἐμεστώθη μέγας αἰθήρ, mit Staub, Soph. Ant. 416; πᾶς ἐμεστώθη δρόμος κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων, El. 703; übertr., πρὶν ὀργῆς κἀμὲ μεστῶσαι, Ant. 280; μὴ οὐχ ὕβρεως τε καὶ ἀδικίας μεστοῦσθαι, Plat. Legg. IV, 713 e; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεστόω: (μεστὸς) πληρῶ τι ἐντελῶς ἔκ τινος, γεμίζω τι μέ τι, μετὰ γεν. πράγματος, παῦσαι, πρὶν ὀργῆς καί με μεστῶσαι λέγων Σοφ. Ἀντ. 280. - Παθ., πληροῦμαι, γεμίζομαι μέ τι, κτύπου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 713, πρβλ. Ἀντ. 420· ἐπὶ προσώπων, μεστοῦσθαι παρρησίας καὶ ἐλευθερίας Πλάτ. Νόμ. 649Β· ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας αὐτόθι 713C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
remplir, Pass. être rempli de, être plein de.
Étymologie: μεστός.