μεστόω
English (LSJ)
fill full of, c. gen. rei, ὀργῆς μ. τινά S.Ant.280:—Pass., μεστοῦμαι to be filled or be full of, κτύπου Id.El.713, cf. Ant.420; of persons, παρρησίας μεστοῦσθαι καὶ ἐλευθερίας Pl.Lg.649b; ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας ib.713c: abs., Procop.Arc.13; and in medic. sense, ἀγγεῖα μεμεστωμένα Gal. 1.394, cf. 8.932.
German (Pape)
[Seite 141] vollmachen, anfüllen, erfüllen; ἐμεστώθη μέγας αἰθήρ, mit Staub, Soph. Ant. 416; πᾶς ἐμεστώθη δρόμος κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων, El. 703; übertr., πρὶν ὀργῆς κἀμὲ μεστῶσαι, Ant. 280; μὴ οὐχ ὕβρεως τε καὶ ἀδικίας μεστοῦσθαι, Plat. Legg. IV, 713 e; Sp.
French (Bailly abrégé)
μεστῶ :
remplir, Pass. μεστοῦμαι = être rempli de, être plein de.
Étymologie: μεστός.
Russian (Dvoretsky)
μεστόω:
1 наполнять (τὸ ὄστρακόν τινος Arst.); med.-pass. наполняться, перен. напиваться (γλεύκους NT);
2 преисполнять (τινα ὀργῆς Soph.; μεστοῦσθαι ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μεστόω: (μεστὸς) πληρῶ τι ἐντελῶς ἔκ τινος, γεμίζω τι μέ τι, μετὰ γεν. πράγματος, παῦσαι, πρὶν ὀργῆς καί με μεστῶσαι λέγων Σοφ. Ἀντ. 280. - Παθ., πληροῦμαι, γεμίζομαι μέ τι, κτύπου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 713, πρβλ. Ἀντ. 420· ἐπὶ προσώπων, μεστοῦσθαι παρρησίας καὶ ἐλευθερίας Πλάτ. Νόμ. 649Β· ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας αὐτόθι 713C.
English (Strong)
from μεστός; to replenish, i.e. (by implication) to intoxicate: fill.
English (Thayer)
μέστω; (μεστός); to fill, fill full: γλεύκους μεμεστωμένος, Sophocles, Plato, Aristotle, others; 3 Maccabees 5:1,10.)
Greek Monotonic
μεστόω: (μεστός), μέλ. -ώσω, γεμίζω εντελώς από κάτι, με γεν., σε Σοφ. — Παθ., είμαι γεμάτος ή πλήρης από κάτι, στον ίδ.
Middle Liddell
μεστός
to fill full of a thing, c. gen., Soph.:—Pass. to be filled or full of, Soph.
Chinese
原文音譯:mestÒw 姆士拖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:擴張 裝滿(的)
字義溯源:灌滿,使膨脹;源自(μεστός)*=充滿的)。參讀 (ἀνταναπληρόω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 灌滿了(1) 徒2:13