ἀνατάσσομαι

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατάσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, μέσ., ἐκ νέου διεξέρχομαί τι κατὰ σειράν, ἐπαναλαμβάνω: ― ἀναταττόμενος τὰ μαθήματα καὶ μελετῶν Πλούτ. 2. 968C. ― συντάσσω, ἀνατάξασθαι διήγησιν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ἐν ἀρχῇ· πρὸς δὲ καὶ κατ’ ἐνεργ. φων.: ― Λουκᾶς ὁ τὸ ἱερὸν ἀνατάξας Εὐαγγέλιον Θεόδ. Στουδ. σ. 34D.

French (Bailly abrégé)

parcourir en ordre, réciter, raconter.
Étymologie: ἀνά, τάσσω.