Χαλδαῖος
From LSJ
Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag
Greek (Liddell-Scott)
Χαλδαῖος: ὁ, ὁ τῆς Χαλδαίας κάτοικος, Ἡρόδ. 7. 63, Σοφ. Ἀποσπ. 564, κλπ. ΙΙ. ἀστρολόγος, προμαντεύων τὴν τύχην τοῦ ἀνθρώπου ἐκ τῶν ἀστερισμῶν ὑφ’ οὕς γεννᾶται, ἐπειδὴ οἱ Χαλδαῖοι ἠσχολοῦντο σφόδρα περὶ τὰ τοιαῦτα, Ἀριστ. Ἀποσπ. 30, Κικ. Divin. 1. 1, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 181, Ἀρρ. Ἀν. 7. 17, Ἰουβεν. 6. 553., 10. 94· ―
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Chaldée, Chaldéen ; οἱ Χαλδαῖοι, les Chaldéens :
1 habitants de la Chaldée, au SO de Babylone, anc. peuple nomade du N de l’Assyrie et de l’Arménie;
2 prêtres de Babylone, renommés pour leurs connaissances en astrologie.