ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Μεσσίας: -ου, ὁ, = Χριστός, εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν (ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον ὁ Χριστὸς) Εὐαγγ. κ. Ἰω. α΄, 42, δ΄, 25, Ὠριγέν. IV, 445B.