εὐφορέω
English (LSJ)
A bear well, be productive, Hp.Ep.10, Ev.Luc.12.16, Ph.2.64, al.: metaph., λόγος εὐ. πλημμύραις ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Id.1.690 (ἐμφ- cod.): c. acc., εὐ. σταφυλάς Gal.1.547. II of ships, have a prosperous voyage, Luc.Lex.15.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφορέω: εἶμαι εὔφορος, γόνιμος, Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 20, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 16· εὐτ. σταφυλὰς Γαλην. 3. 44. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων, φέρω μέγα φορτίον, Λουκ. Λεξιφ. 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter heureusement, conduire à bon port.
Étymologie: εὔφορος.