αἰσχρότης

Revision as of 15:43, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (ab2)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A ugliness, deformity, Pl. Grg.525a.    II filthy conduct, Ep.Eph.5.4; euphem. for fellatio, Sch.Ar.Ra.1308 :— αἰσχροσύνη, ἡ, Tz.H.11.229.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρότης: -ητος, ἡ, ἀσχήμια, δυσμορφία, Λατ. turpitudo, Πλατ. Γοργ. 525Α. ΙΙ. ἀσχημοσύνη, ἀσέλγεια, κατ’ εὐφημισμόν, Λατιν. fellatio, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1308. - Παρὰ Τζέτζ. αἰσχροσύνη, ἡ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
laideur, difformité.
Étymologie: αἰσχρός.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 fealdad, deformidad αἰσχρότητος γέμουσαν τὴν ψυχὴν εἶδεν Pl.Grg.525a.
2 conducta indecente, obscena, Ep.Eph.5.4.

English (Abbott-Smith)