Χριστιανός
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek (Liddell-Scott)
Χριστιᾱνός: ὁ, πρῶτον ἐν ταῖς Πράξ. τῶν Ἀποστ. ια΄, 26, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. δ΄, 16, Plin. Epist. 96, 97, Tacit. Ann. 15, 44, Ἰγνάτ. 654, Κέλσ. παρ’ Ὠριγέν. 932, Ἰουστίνου Ἀπολ. 1, 4, 7, 26, κλπ· - ὡς ἐπίθετ. Χριστιανός, ή, όν, Ἰγνάτ. 680Α, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι. 377, Ἀθανάσ. ΙΙ, 13, κλπ.
English (Strong)
from Χριστός; a Christian, i.e. follower of Christ: Christian.