ὑπερπλεονάζω
English (LSJ)
A abound exceedingly, 1 Ep.Ti.1.14, Vett. Val.85.17; ὁ -άζων ἀήρ Hero Spir.1.10.
German (Pape)
[Seite 1201] überaus überflüssig sein, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπλεονάζω: πλεονάζω ὑπερβολικῶς, ὑπερπερισσεύω, Α΄ Ἐπιστολὴ πρὸς Τιμ. α΄, 14, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ πλεονάσῃ Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
être surabondant, excessif.
Étymologie: ὑπέρ, πλεονάζω.
English (Strong)
from ὑπέρ and πλεονάζω; to superabound: be exceeding abundant.