ὑπερπερισσεύω

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπερισσεύω Medium diacritics: ὑπερπερισσεύω Low diacritics: υπερπερισσεύω Capitals: ΥΠΕΡΠΕΡΙΣΣΕΥΩ
Transliteration A: hyperperisseúō Transliteration B: hyperperisseuō Transliteration C: yperperisseyo Beta Code: u(perperisseu/w

English (LSJ)

abound much more, be in great excess, χάρις Ep.Rom.5.20:—Med., ὑ. τῇ χαρᾷ 2Ep.Cor. 7.4.

German (Pape)

[Seite 1200] auch als dep. med., mehr als überflüssig woran haben, N.T.

French (Bailly abrégé)

surabonder;
Moy. ὑπερπερισσεύομαι m. sign.
Étymologie: ὑπέρ, περισσεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπερισσεύω: тж. med. быть в чрезвычайном изобилии (ὑπερεπερίσσευεν ἡ χάρις NT).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπερισσεύω: ὑπερπλεονάζω, ὑπερπεριττεῦον τὸ αἷμα Μοσχίων περὶ Γυναίκ. Παθ. σ. 6, 13· ὑπερπερίσσευσεν ἡ χάρις Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 20· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ, ἔχω ὑπερπερισσεύουσαν τὴν χαράν, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ζ΄, 4.

English (Strong)

from ὑπέρ and περισσεύω; to super-abound: abound much more, exceeding.

English (Thayer)

1st aorist ὑπερεπερίσσευσα; present passive ὑπερπερισσεύομαι; (Vulg. superabundo); to abound beyond measure, abound exceedingly: περισσεύω, 2), to overflow, to enjoy abundantly: with a dative of the thing, Moschion de passage mulier., p. 6, Dewez edition; Byzantine writings.)

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ύπερπεριττεύω Α περισσεύω
περισσεύω πάρα πολύ, πλεονάζω σε μεγάλο βαθμό.

Chinese

原文音譯:ØperperisseÚw 虛胚而-胚里修哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-周圍
字義溯源:極充分,顯去豐富,大大增多,更顯多,滿溢,溢出,分外的;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(περισσεύω)=充足有餘)組成,其中 (περισσεύω)出自(περισσός)=極多的), (περισσός)出自(περί / περαιτέρω)=經由,周圍), (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);羅(1);林後(1)
譯字彙編
1) 我分外的(1) 林後7:4;
2) 就更顯多了(1) 羅5:20