ακτέα

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387

Greek Monolingual

ἀκτέα και -ῆ, η (Α)
το φυτό Sambucus nigra (κοινώς αφροξυλιά ή κουφοξυλιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκτέα είναι άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης
η κατάλ. -έα της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα φυτών, όπως: ἰτέα, πτελέα. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. ἀκτέος. Από τον ελληνικό όρο ἀκτέα προήλθε το λατιν. acte, καθώς και το αρχ. γερμαν. atuh, at(t)ah.
ΠΑΡ. αρχ. ἄκτινος.