ἄκτινος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκτῐνος Medium diacritics: ἄκτινος Low diacritics: άκτινος Capitals: ΑΚΤΙΝΟΣ
Transliteration A: áktinos Transliteration B: aktinos Transliteration C: aktinos Beta Code: a)/ktinos

English (LSJ)

η, ον, (ἀκτῆ) of elder-wood, Thphr. HP 5.3.3; cf. ἀκτέϊνος.

Spanish (DGE)

-η, -ον de saúco ξύλα Thphr.HP 5.3.3, cf. ἀκτέϊνος.

German (Pape)

[Seite 86] von Hollunder, ξύλον Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκτῐνος: -η, -ον, (ἀκτῆ), ἐκ ξύλου ἀκτῆς, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 5. 3. 3., ἀλλὰ πιθ. πρέπει νὰ διορθωθῇ εἰς ἀκτέϊνος, Λοβ. Παραλειπ. 337.

Greek Monolingual

ἄκτινος, -ίνη, -ον (Α) [[[ἀκτῆ]] ΙΙΙ]
φτιαγμένος από ξύλο ακτής (βλ. ακτή ΙΙΙ), κουφοξυλιάς.