οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
-η, -οβλ. αμάζευτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + μαζωχτός < μαζώχνω, παράλλ. τ. του ρήμ. μαζώνω].