αναδίφης

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

και αναδιφητής, ο
1. αυτός που ασχολείται, που καταγίνεται με την αναδίφηση
2. αυτός που έκανε αναδίφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. αναδίφης μαρτυρείται από το 1885 στον γιατρό Σπυρίδωνα Μαυρογένη, ενώ ο παράλληλος τ. αναδιφητής από το 1878 στον ιστορικό Σπυρίδωνα Λάμπρο].