ακλόνητος
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκλόνητος, -ον) κλονῶ
1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός
2. απτόητος, αμετάπειστος
μσν.
επίρρ. ἀκλονήτως
χωρίς λιποψυχία.