αδιάσειστος

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάσειστος, -ον) διασείω
αυτός που δεν μπορεί να διασειστεί, να κλονιστεί, ακλόνητος, ατράνταχτος, ασφαλής, σταθερός.