αιολόμορφος
From LSJ
ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all
Greek Monolingual
αἰολόμορφος, -ον (Α)
ποικιλόμορφος, ποικιλόσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + -μόρφος < μορφή.
ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all
αἰολόμορφος, -ον (Α)
ποικιλόμορφος, ποικιλόσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + -μόρφος < μορφή.