βαρυφορτώνω
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
και βαριοφορτώνω
1. φορτώνω κάποιον βαριά, του βάζω πολύ φορτίο
2. (για πρόσ.) επιθαρύνω κάποιον, του επιβάλλω δυσανάλογες γι' αυτόν υποχρεώσεις
3. (για διακόσμηση) προσθέτω πολλά διακοσμητικά στοιχεία σε κάτι, ώστε να καταντάει ακαλαίσθητο
4. (για λόγο) προσθέτω πολλά ρητορικά σχήματα.