αμπαριάζω
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
1. αποθηκεύω στο αμπάρι σιτηρά, καρπούς, τρόφιμα
2. τοποθετώ τα εμπορεύματα που πρόκειται να μεταφερθούν στο κύτος του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρι.
ΠΑΡ. αμπάριασμα].