απελεύθερος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
ἀπελεύθερος, -ον κ. -ος, -α, -ον (AM)
ο δούλος που αποκτά την ελευθερία του, ο χειραφετημένος δούλος.