αντιπροπίνω
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
Greek Monolingual
(Α ἀντιπροπίνω)
κάνω αντιπρόποση
αρχ.
αντιπροσφέρω κάτι.