sheep
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English > Greek (Woodhouse)
substantive
Ar. and P. πρόβατον, τό (rare sing.), Ar. and V. οἶς, ὁ or ἡ, βοτόν, τό.
flock of sheep: P. and V. ποίμνη, ἡ, ποίμνιον, τό, βοσκήματα, τά, V. νομεύματα, τά, Ar. and V. μῆλα, τά, βοτά, τά.
sacrifice sheep, v.: Ar. and V. μηλοσφαγεῖν.
sheep dog: V. κύων βοτήρ, ὁ.