Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
ἀμενής, -ές (Α)ο χωρίς μένος, ασθενής, αδύνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + -μενής < μένος.ΠΑΡ. αρχ. ἀμενηνός].