ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
-η, -ο
αυτός που παράγει ευχάριστο ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκός + ήχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].