αναπνευστός
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναπνευστός, -ή, -όν
ο αναπνεύσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αναπνευστικός].
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
-ή, -ό (Α ἀναπνευστός, -ή, -όν
ο αναπνεύσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αναπνευστικός].