διπλανός
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
-ή, -ό δίπλα
1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, πλαϊνός
2. το αρσ. ως ουσ. ο διπλανός
γείτονας που κατοικεί δίπλα.