διπλανός

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

-ή, -ό δίπλα
1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, πλαϊνός
2. το αρσ. ως ουσ. ο διπλανός
γείτονας που κατοικεί δίπλα.