διπλανός

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

-ή, -ό δίπλα
1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, πλαϊνός
2. το αρσ. ως ουσ. ο διπλανός
γείτονας που κατοικεί δίπλα.