δοκίδες
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Greek Monolingual
οι
1. ζεύγος χόνδρινων πετάλων ή ελασμάτων του εμβρυϊκού κρανίου τών θηλαστικών
2. λεπτά διαφράγματα που ρυθμίζουν διάφορες λειτουργίες τών ασπονδύλων
3. ατελή διαφράγματα, ενδοδερμικά κύτταρα, εγκάρσιες παχύνσεις σε ορισμένα φυτά.