δοκίδες

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

οι
1. ζεύγος χόνδρινων πετάλων ή ελασμάτων του εμβρυϊκού κρανίου τών θηλαστικών
2. λεπτά διαφράγματα που ρυθμίζουν διάφορες λειτουργίες τών ασπονδύλων
3. ατελή διαφράγματα, ενδοδερμικά κύτταρα, εγκάρσιες παχύνσεις σε ορισμένα φυτά.