ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
εἰσαναγκάζω (Α)1. αναγκάζω κάτι να μπει μέσα σε κάτι άλλο2. αναγκάζω.