οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
δαιμονόλιθος, ο (Μ)1. λίθος που προέρχεται από δαίμονες, που έχει δαιμονικές ιδιότητες2. λίθος μαύρου χρώματος.