δυναμόμετρο

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual


το
1. συσκευή που χρησιμεύει για τη μέτρηση της έντασης μιας δύναμης
2. όργανο που μετρά τη μεγέθυνση τών διοπτρών και τών τηλεσκοπίων.