εκτελεστής
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
ο
1. αυτός στον οποίο ανατίθεται η εκτέλεση, αυτός που εκτελεί τα παραγγελλόμενα
2. (νομ.) αυτός που ορίζεται στη διαθήκη να φροντίσει για την εκτέλεσή της.