ελατός
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐλατός, -ή, -όν)
1. (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη διαδικασία της έλασης
2. σφυρήλατος, σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελατό
η ελατότητα.