ελατότητα
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα τών μετάλλων που εκτείνονται με τη σφυρηλάτηση ή την έλαση χωρίς να σπάνε.