γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)
[Seite 1386] πουν, gen. ποδος, lahmfüßig, p. = χωλόπους.
-ουν, Αβλ. χωλόπους.