Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
και ωιμένα και οϊμέ και οϊμένα Ν(σχτλ. επιφών.) αλίμονό μου![ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ω εμέ(να)].