ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ἀγόνατος, -ον (Α) γόνυ1. αυτός που δεν έχει γόνατο2. (για φυτά) αυτός που δεν έχει κόμπους, «μάτια».