αγόνατος

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

ἀγόνατος, -ον (Α) γόνυ
1. αυτός που δεν έχει γόνατο
2. (για φυτά) αυτός που δεν έχει κόμπους, «μάτια».