ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
ἀγκύλλω (Α) ἀγκύλοςκάνω κάτι αγκύλο, κάμπτω, λυγίζω.