αγοραπωλητής

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

ο
αυτός που αγοράζει και πουλά κάτι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγορά + πωλητής.
ΠΑΡ. αγοραπωλησία, αγοραπωλητικός].