αγοραπωλητής
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
ο
αυτός που αγοράζει και πουλά κάτι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγορά + πωλητής.
ΠΑΡ. αγοραπωλησία, αγοραπωλητικός].