αγοραπωλητικός

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αγοραπωλητής
1. αυτός που αναφέρεται στην αγοραπωλησία
2. αυτός που ασχολείται με αγοραπωλησίες.