επίπηγμα

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

ἐπίπηγμα, τὸ (Α)
1. αυτό που έχει προσαρμοσθεί στερεά κάπου, που είναι μπηγμένο πάνω σε κάτι
2. στήριγμα.