ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
ἐπίπηγμα, τὸ (Α)1. αυτό που έχει προσαρμοσθεί στερεά κάπου, που είναι μπηγμένο πάνω σε κάτι2. στήριγμα.