επίπηγμα

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

ἐπίπηγμα, τὸ (Α)
1. αυτό που έχει προσαρμοσθεί στερεά κάπου, που είναι μπηγμένο πάνω σε κάτι
2. στήριγμα.