οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
ἐπεγκλίνω (Α)1. κλίνω, ρέπω, στρέφω προς κάτι2. φρ. «ἐγκλινω τὸν νοῡν» — προσέχω.