εννεαδάκτυλος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐννεαδάκτυλος, -ον)
1. αυτός που έχει εννέα δάκτυλα
2. ζωολ. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τα εννεαδάκτυλα
ζώα που έχουν εννέα δάκτυλα ή εννέα δακτυλοειδή προσαρτήματα.