εννεαδάκτυλος
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
-η, -ο (AM ἐννεαδάκτυλος, -ον)
1. αυτός που έχει εννέα δάκτυλα
2. ζωολ. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τα εννεαδάκτυλα
ζώα που έχουν εννέα δάκτυλα ή εννέα δακτυλοειδή προσαρτήματα.