ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
ηαυτή που έχει αδρές, μεγάλες θηλές, ρώγες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + βυζί].