τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
η αερίζω
1. εργάτρια ή υπηρέτρια που έχει τη φροντίδα του αερισμού ενός χώρου τροφίμων ή ενδυμάτων
2. βεντάλια, αεριστήρι.